- ἐκδόσεων
- ἐκδόσεω̆ν , ἔκδοσιςgiving upfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Δετζώρτζης, Νάσος — (Κέρκυρα 1911 –). Επιμελητής εκδόσεων και λογοτέχνης. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως γραμματέας του περιοδικού Νέα Εστία και στη συνέχεια, ως υπάλληλος της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… … Dictionary of Greek
Πεντάκης, Γεράσιμος — (1838 – 1899). Αραβιστής και συγγραφέας, που έχει στο ενεργητικό του τη συγγραφή του πρώτου Eλληνοαραβικού λεξικού της νεότερης βιβλιογραφίας μας (Αλεξάνδρεια 1867 και β’ έκδοση το 1885). Eργάστηκε ως διερμηνέας στο ελληνικό προξενείο της… … Dictionary of Greek
Patrologia Graeca — The Patrologia Graeca (or Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca) is an edited collection of writings by the Christian Church Fathers and various secular writers, in the ancient Koine or medieval variants of the Greek language. It consists… … Wikipedia